τριφύλλι

τριφύλλι
trèfle

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • τριφύλλι — Oνομασία πολλών ειδών φυτών (τριφύλλιον το λειμώνιο, τ. το κοινό, τ. το έρπον, τ. το σαρκόχρωμο, τ. το ορεινό, τ. το αλπικό κ.ά.) της οικογένειας (ή υποοικογένειας) των ψυχανθών ή παπιλιονιδών, της τάξης (ή οικογένειας) των χεδρωπών ή… …   Dictionary of Greek

  • τριφύλλι — το κοινή ονομασία των φυτών «τριφύλλιο», «τριγωνίσκος» και «μηδική», που αποτελούν τροφή για χορτοφάγα ζώα. 2. ως κύρ. όν., Τριφύλλι ο αθλητικός σύλλογος «Παναθηναϊκός», που έχει ως σήμα το τριφύλλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μηδική — (Medicago). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Πρόκειται για πόες, που μοιάζουν στο τριφύλλι, και φέρουν μικρά άνθη και τρίφυλλα σύνθετα φύλλα. Κυριότερος εκπρόσωπος του γένους είναι το είδος Medicago sativa, γνωστό ως ήμερο… …   Dictionary of Greek

  • μηδικός — ή, ό (ΑΜ μηδικός, ή, ον, θηλ. και μηδίκη) [Μήδος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Μήδους (α. «μηδική ἐσθής» μεταξωτά ενδύματα β. «μηδ εἰ στράτευμα πλεῑον ἦ τὸ Μηδικόν», Αισχύλ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η μηδική γένος αγγειόσπερμων δικότυλων… …   Dictionary of Greek

  • τρίφυλλος — η, ο / τρίφυλλος, ον, ΝΜΑ, και τρίσφυλλος, ον, Α 1. αυτός που έχει τρία φύλλα (α. «τρίφυλλο άνθος» β. «τρίφυλλος λωτός», Διοσκ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το τρίφυλλο(ν) αρχιτεκτονικό κόσμημα από τρεις τεμνόμενους κύκλους νεοελλ. 1. χαρτί τής τράπουλας… …   Dictionary of Greek

  • γεωκαρπία — Το φαινόμενο κατά το οποίο ορισμένα φυτά, τα οποία ονομάζονται γεωκαρπικά, ωριμάζουν τους καρπούς τους κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Χαρακτηριστικό φυτό αυτής της κατηγορίας είναι η αραχίδα, το γνωστό μας αράπικο φιστίκι. Στα γεωκαρπικά… …   Dictionary of Greek

  • ελλοβόκαρπα ή λεγκουμινώδη ή χεδρωπά — Τάξη ή, κατά άλλους, οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών που περιλαμβάνει πολλές πόες, φρύγανα, θάμνους και δέντρα με μεγάλες διαφορές μεταξύ τους ως προς τον όγκο, το χρώμα και το μέγεθος των ανθών κλπ., αλλά με κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα τον… …   Dictionary of Greek

  • Suit (cards) — The four French playing card suits used primarily in the English speaking world: spades (♠), hearts (♥), diamonds (♦) and clubs (♣). In playing cards, a suit is one of several categories into which the cards of a deck are divided. Most often,… …   Wikipedia

  • GR-EO2 — Nationalstraße 2 (Ethiniki Odos 2) Länge: ca. 630 km …   Deutsch Wikipedia

  • Nationalstraße 2 (Griechenland) — Vorlage:Infobox hochrangige Straße/Wartung/GR N Εθνικη Οδος E.O.2 in Griechenland …   Deutsch Wikipedia

  • Panathinaikos — Voller Name Panathinaikos A.O. Spitzname(n) Die Grünen, Kleeblätter Gegründet 3. Februar 1908 …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”